- λεκτροχαρής
- λεκτροχαρήςenjoying the marriage-bedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεκτροχαρής — λεκτροχαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται απόλαυση στο νυφικό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + χαρής (πρβλ. αιμο χαρής, κλινο χαρής)] … Dictionary of Greek